H ΥΓΕΙΑ ΤΗΣ «ΔΙΑΙΤΑΣ»

Οι δίαιτες και η υγεία επηρεάζονται από μια πολύ ευρεία ποικιλία διαφορετικών παραγόντων, κυμαίνονται από την φυσιολογία του οργανισμού σε ατομικό επίπεδο όσο και από την αλληλεπίδραση του ατόμου με το περιβάλλον διαβίωσης και την προσαρμοστικότητά του σε αυτό.
Τέσσερις σημαντικοί παράγοντες επηρεάζουν άμεσα την κατανάλωση τροφίμων και συνεπώς, τη υγεία των καταναλωτών: 1) ο έλεγχος της όρεξης μέσω της πληρότητας και του κορεσμού , 2)οι διαιτητικές επιλογές, 3) ο ανεφοδιασμός τροφίμων και προσβασιμότητα του ατόμου σε αυτές και 4)η πρόσβαση στην αγορά των τροφίμων (οικονομική προσιτότηα).
Σήμερα περισσότεροι από 820 εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να στερούνται επαρκούς τροφής και πολλοί περισσότεροι καταναλώνουν δίαιτες χαμηλής ποιότητας ή υπερβολικά πολλά τρόφιμα. Οι ανθυγιεινές δίαιτες ενέχουν πλέον μεγαλύτερο κίνδυνο νοσηρότητας και θνησιμότητας.
Η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων απειλεί τη σταθερότητα του κλίματος με
επιστημονικά στοιχεία που συνδέουν τις δίαιτες με την ανθρώπινη υγεία και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Ωστόσο, η απουσία παγκόσμιων συμφωνημένων επιστημονικών στόχων για υγιεινή διατροφή και βιώσιμη παραγωγή τροφίμων εμπόδισε τις συνεργασίες ευρείας κλίμακας.
Η Επιτροπή EAT-Lancet συγκάλεσε 37 κορυφαίους επιστήμονες από 16 χώρες σε διάφορους κλάδους, συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης υγείας, της γεωργίας, των πολιτικών επιστημών και της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας για την ανάπτυξη παγκόσμιων επιστημονικών στόχων για υγιεινή διατροφή και βιώσιμη παραγωγή τροφίμων. Αυτή είναι η πρώτη προσπάθεια να τεθούν καθολικοί επιστημονικοί στόχοι για το σύστημα τροφίμων που ισχύουν για όλους τους ανθρώπους και τον πλανήτη.
Στο παρελθόν, οι μολυσματικές ασθένειες και οι πανδημίες ήταν οι κύριες αιτίες θανάτου, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες, τα χρόνια μη μεταδιδόμενα νοσήματα (NCD) τις αντικατέστησαν και έχουν γίνει η κύρια αιτία θανάτων (οι μαζικοί φονιάδες που σκοτώνουν 41.000.000 ανθρώπους το χρόνο).
Αυτό μπορεί να αποδοθεί στην αλλαγή των διατροφικών συνηθειών και του τρόπου ζωής με την πάροδο των ετών. Διάφοροι διατροφικοί παράγοντες, όπως η κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης κυρίως μέσα από το κόκκινο κρέας, τα νοθευμένα προϊόντα ολικής αλέσεως, τα διατροφικά πρότυπα προσανατολισμένα στη διαφήμιση και τη βιομηχανία της δίαιτας, η κατανάλωση ζαχαρούχων ποτών και οι δίαιτες με βάση τους ραφιναρισμένους υδατάνθρακες και το κορεσμένο λίπος έχουν προφανή σχέση με τα χρόνια μη μεταδιδόμενα νοσήματα(NCDs).
Επιπλέον, η υψηλή κατανάλωση επεξεργασμένου κρέατος και ζαχαρούχων ποτών, σε συνδυασμό με άλλους ανθυγιεινούς παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως ο υψηλός δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), η σωματική αδράνεια και το κάπνισμα έχουν έντονη συσχέτιση με τα NCDs. Τα προϊόντα ολικής αλέσεως και τα αντιοξειδωτικά μέσω φρούτων και λαχανικών είναι ανεξάρτητα από τον ΔΜΣ και έχουν προστατευτικά αποτελέσματα, λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες -βιταμίνες και της ικανότητάς τους να απελευθερώνουν αργά γλυκόζη στην κυκλοφορία του αίματος και να δημιουργούν καλό κορεσμό και πληρότητα βελτιώνοντας την ευαισθησία στην ινσουλίνη.
Η εύκολη πρόσβαση στη σύγχρονη τεχνολογία, καθιστά τη ζωή πιο εύκολη αλλά ανθυγιεινή από την άποψη της μείωσης του κινδύνου των NCD.
Στον τομέα της δημόσιας υγείας οι πολιτικές βρίσκονται σε μεταβατική περίοδο προς την πρόληψη . Η μετάβαση είναι δύσκολη και οι ασθένειες που σχετίζονται με τη διατροφή με κυρίαρχη την παχυσαρκία εξακολουθούν να αποτελούν ανησυχία.
Οι εκφυλιστικές ασθένειες είναι μια άλλη ανησυχία για την υγεία, λόγω της παρατεταμένης χρονικής παραμονής με συνέπεια την κακή ποιότητα ζωής και την επιβάρυνση της ιατροφαρμακευτικής δαπάνης.
Σε μια παγκοσμιοποιημένη τροφική αλυσίδα, το αυξημένο κόστος έχει μετακυλιστεί
στους καταναλωτές και οι τιμές των τροφίμων έχουν αυξηθεί πολύ πέρα από τον γενικό πληθωρισμό. Τρόφιμα, όπως κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα, φρούτα και λαχανικά,
έχουν επωμιστεί το βάρος των αυξήσεων των τιμών. Ως εκ τούτου, κάθε άτομο
ή η οικογένεια πρέπει να αντιμετωπίσει τον εξωτερικό παράγοντα άγχους
των υψηλών τιμών των τροφίμων. Κατά συνέπεια, υπάρχει αυξανόμενη ανισότητα στις δίαιτες
και κατά συνέπεια στην υγεία.
Διαχείριση θερμίδων και μεταβολισμός
ο κύριος έλεγχος της πείνας σχετίζεται με την βιολογική ρύθμιση της όρεξης. Αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις ανάγκες σε θρεπτικά συστατικά τα οποία επηρεάζονται από βιολογικά χαρακτηριστικά και παράγοντες που επηρεάζουν την φυσιολογία, όπως η κατανάλωση αλκοόλ ,η φαρμακευτική αγωγή .
Επιπλέον, οι διατροφικές επιλογές είναι αποτέλεσμα ατομικών ψυχολογικών παραγόντων, τρόπου ζωής και σκέψης ,κουλτούρας και παιδείας, χρήσης τεχνολογίας, πολιτιστικές, κοινωνικές αξίες καθώς και επιρροή από marketing ,social media ,διαδίκτυο, διαφήμιση που επηρεάζουν επίσης τις επιλογές των καταναλωτών.
Οι επιδημιολογικές μελέτες κατά τη διάρκεια του 20ου και του 21ου αιώνα συνδέουν τις δίαιτες υψηλής περιεκτικότητας σε θερμίδες με την παχυσαρκία και την εμφάνιση πολλών τύπων καρκίνου,σακχαρώδη διαβήτη και καρδιαγγειακών μέσω του μηχανισμού αντίστασης της ινσουλίνης .Μελέτες αποκάλυψαν ότι η χρόνια κατανάλωση υπερβολικών θερμίδων προάγει την αύξηση του αυξητικού παράγοντα-1 (IGF-1) που επηρεάζει το μεταβολισμό της γλυκόζης και της ραπαμυκίνης (mTOR), και δρα ως κεντρικός ρυθμιστής του κυτταρικού πολλαπλασιασμού και του κυτταρικού κύκλου. Διάφορες μέθοδοι διατροφικών παρεμβάσεων για τον μετριασμό αυτής της οδού βρίσκονται υπό ενεργή διερεύνηση, όπως περιορισμός θερμίδων, διαλείπουσα νηστεία και ειδικός περιορισμός μακροθρεπτικών συστατικών.
Η κετογονική δίαιτα (Keto Diet ), που ορίζεται από την παρουσία κετονικών σωμάτων στη συστηματική κυκλοφορία, στοχεύει στον περιορισμό τόσο των υδατανθράκων όσο και των πρωτεϊνών. Το σχήμα αυτό αναπτύχθηκε αρχικά τη δεκαετία του 1920 ως θεραπεία για την ανίατη παιδιατρική επιληψία.
Σε πολύ χαμηλές προσλήψεις
υδατανθράκων, όπως αυτές που έχουν νηστεία, το ήπαρ παράγει μια κετόνη (β-Υδροξυβουτυρικό οξύ)από λιπαρά οξέα,
που μπορεί να διασχίσει τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και παρέχει μια επιπλέον πηγή ενέργειας για τον
εγκέφαλο. Η κετογονική δίαιτα σε μικρό
χρονικό διάστημα(όχι πάνω από 12
εβδομάδες) προκαλεί σημαντικές μειώσεις
τόσο στην ινσουλίνη όσο και στον IGF-1 παράγοντα και φαίνεται να επιβραδύνει σημαντικά την ανάπτυξη του όγκου
και επιδρά και στη
συρρίκνωση του λιπώδους ιστού .Ωστόσο οι μακροχρόνιες παρενέργειες στους επιζώντες από
καρκίνο έδειξαν από κλινικές
μελέτες ότι οδηγούν σε μειωμένη σωματική δραστηριότητα και
απώλεια μυϊκής μάζας, προάγοντας τη σαρκοπενική παχυσαρκία.Οι επιζώντες από
καρκίνο με σαρκοπενική παχυσαρκία, που είναι η αντικατάσταση της μυϊκής μάζας
με λίπος, διατρέχουν υψηλό κίνδυνο θνησιμότητας μετά τη θεραπεία.
Οι δίαιτες χαμηλού υδατάνθρακα μπορούν να μειώσουν τη μάζα του σώματος, την περιφέρεια της μέσης και να βελτιώσουν τον μεταβολισμό του λίπους και των υδατανθράκων . Όταν συνδυάζονται με άσκηση, οι δίαιτες χαμηλού υδατάνθρακα <45 % φαίνεται να είναι μια αποτελεσματική στρατηγική για τη ρύθμιση των μεταβολικών παραγόντων,τη διαχείριση παχυσαρκίας και των καρδιαγγειακών παθήσεων. Αντιστρόφως η μακροχρόνια χρήση τους μπορεί να σχετίζεται με υψηλότερη θνησιμότητα και μεταβολικές δυσλειτουργίες,καρδιααγγειακά νοσήματα εάν περιέχει μεγάλες ποσότητες τροφών ζωικής πρωτεΐνης και κορεσμένα λιπαρά.
Πηγή:https://www.naturanrg.gr/
DR.Άννα Παπαγεωργίου
Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος
Καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής
Επ. Υπεύθυνη Κέντρο Συμβουλευτικής Διατροφής «Ευρωστία»